ἰουλώδης

ἰουλώδης
ἰουλώδης [ῐ], ες,
A scolopendra-like, Arist.PA682a5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιουλώδης — ἰουλώδης, ῶδες [ίουλος] αυτός που μοιάζει με σαρανταποδαρούσα, με σκολόπενδρα …   Dictionary of Greek

  • ἰουλώδη — ἰουλώδης scolopendra like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰουλώδης scolopendra like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰουλώδης scolopendra like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰουλώδεσι — ἰουλώδης scolopendra like masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰουλώδεσιν — ἰουλώδης scolopendra like masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”